- ευρύοικος
- Οργανισμός του οποίου η ανθεκτικότητα στις αλλαγές του περιβάλλοντος και η προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες είναι μεγάλη. Ο όρος αυτός μπορεί να γίνει ακόμα ειδικότερος και να αφορά τη θερμοκρασία (ευρύθερμος, στενόθερμος).
Dictionary of Greek. 2013.